υποδωρικός

υποδωρικός
-ή, -ό, Ν
μουσ. βλ. υποδώριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποδώριος — α, ο / ὑποδώριος, ον, ΝΑ, και υποδωρικός, ή, ό, Ν νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο υποδώριος (ενν. τρόπος) α) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος, αρμονία που ακολουθεί την κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα τού δώριου τρόπου β) η εκδοχή τού τρόπου αυτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”